- συνεκδρομικώς
- Αεπίρρ.1. κατ' αναλογία2. κατά προσέγγιση3. συνεκδοχικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. -ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. *συνεκδρομικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκδρομικῶς — approximately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)